ert1

Γ. Χατζηθεοδοσίου στην ΕΡΤ: Δεν πάει άλλο με το θέμα των προμηθειών στις τράπεζες (video)

Για το ζήτημα των υψηλών προμηθειών των τραπεζών για ηλεκτρονικές συναλλαγές ή συναλλαγές μέσω POS τοποθετήθηκε ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ και τη δημοσιογράφο Σταυρούλα Χριστοφιλέα, την Τρίτη 12/11/2024. Ο κ. Χατζηθεοδοσίου εξήγησε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία 9μήνου, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες παρουσίασαν κέρδη 3,5 δισ. ευρώ, με το περίπου 40%-50% εξ αυτών να προέρχονται από τις ενδιάμεσες συναλλαγές (χρεώσεις, προμήθειες). Στην Ευρώπη, όπως επισήμανε ο Πρόεδρος του Ε.Ε.Α., οι προμήθειες είναι της τάξης του 0,1% , 0,2%, 0,3%, ενώ στην Ελλάδα κυμαίνονται από 0,6% έως 1%. “Αυτό είναι παράλογο”, τόνισε και πρόσθεσε ότι παρά τις κυβερνητικές συστάσεις, οι τράπεζες δεν κάνουν τίποτα. “Δεν μπορεί να λέμε άλλο λόγια. Δεν πάει άλλο με το θέμα των χρεώσεων”, υπογράμμισε ο κ. Χατζηθεοδοσίου, ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε ότι ναι μεν η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχουν αναγνωρίσει το θέμα, όμως “τη νύφη την πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις”. Εκτίμησε ότι υπάρχει τρόπος πίεσης, δεδομένου ότι “13 χρόνια τα τραπεζικά ιδρύματα είναι στον αναβαλλόμενο φόρο, που σημαίνει ότι δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ φόρο”. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο Πρόεδρος του Ε.Ε.Α. υποστήριξε ότι το IRIS ήταν όντως μία ανάσα όμως αφορά συναλλαγές μέχρι 500 ευρώ. Ο κ. Χατζηθεοδοσίου ανέδειξε και το κρίσιμο ζήτημα της αδυναμίας πρόσβασης τόσο στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης όσο και σε τραπεζικό δανεισμό για τη συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. “Να έχουν 3,5 δισ. κέρδη οι τράπεζες αλλά να τα έχουν από τις χορηγήσεις δανείων. Δεν μπορεί να υπάρξει οικονομία χωρίς να υπάρχει ρευστότητα από τις τράπεζες”, ανέφερε χαρακτηριστικά.  
pexels pixabay 128867

Γ. Χατζηθεοδοσίου: Οι τράπεζες να επιτελέσουν τον θεσμικό τους ρόλο

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (12/11/2024).


Μία από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών ήταν η ανακοίνωση της κερδοφορίας δύο εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, της Εθνικής και της Eurobank. Περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ήταν τα κέρδη τους με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό να προέρχεται από τις χρεώσεις των συναλλαγών. Δηλαδή από τις προμήθειες που κατέβαλαν πολίτες και επιχειρήσεις.

Αυτό ακριβώς που συμβαίνει δείχνει και μία μεγάλη ανορθογραφία που καταγράφεται στην αγορά. Αντί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα –που υπενθυμίζω ότι έχουν ανακεφαλοποιηθεί την περίοδο της οικονομικής κρίσης από τα χρήματα του ελληνικού λαού- να στηρίζουν την πραγματική οικονομία χρηματοδοτώντας τις επιχειρήσεις, καταγράφουν μεγάλη κερδοφορία επειδή χρεώνουν με πολύ υψηλές τιμές τις τραπεζικές συναλλαγές. Μάλιστα αυτές οι χρεώσεις είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.

Την ώρα που οι επιχειρήσεις της χώρας, ειδικά οι μικρομεσαίες, υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας καθώς παραμένουν αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό αλλά και από τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τα κοινοτικά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, οι συστημικές τράπεζες ενδιαφέρονται μόνο να γεμίζουν τα ταμεία τους προσφέροντας ταυτόχρονα επιλεκτική ενίσχυση σε μεγάλες επιχειρήσεις. Μα ο θεσμικός τους ρόλος είναι να στηρίζουν συνολικά το επιχειρείν. Πως θα μπορέσουν να σταθούν όρθιες εκατοντάδες χιλιάδες ΜμΕ χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό; Καμία ελεύθερη οικονομία δεν λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλώντας για τις συστημικές τράπεζες αναφερόμαστε ουσιαστικά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν καταβάλουν φόρο, κάτι επίσης που στερεί από την ελληνική οικονομία πολύτιμα έσοδα.

Αρκετές φορές στο παρελθόν το οικονομικό επιτελείο έχει ανακοινώσει ότι θα ασκήσει πιέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Έχουμε ακούσει υποσχέσεις όμως δεν έχουμε δει κάποια αλλαγή τακτικής από τις τράπεζες που θα έδινε το δικαίωμα στην ελπίδα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του τόπου.

Εδώ και τώρα απαιτούνται στοχευμένα μέτρα, τόσο για τη δραστική μείωση των προμηθειών ώστε να προσεγγίσουμε τα ευρωπαϊκά δεδομένα –δηλαδή από το 0,8 ή 0,9 που χρεώνουν κάποιες τράπεζες να φτάσουν σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα όπως στο 0,3 ή 0,4 που ισχύσει σε πολλές οικονομίας της ΕΕ- όσο και για τη δυνατότητα να αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα μπορούν να απευθυνθούν σε μία συστημική τράπεζα για δανεισμό.

Η επιχειρηματική κοινότητα έχει άμεση ανάγκη για χρηματοδοτικά «εργαλεία» και οι τράπεζες οφείλουν να επιτελέσουν το ρόλο τους και να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία με τα απαραίτητα κεφάλαια. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα για βιωσιμότητα και ανάπτυξη των μικρομεσαίων. Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και κυρίως να ασκήσει περισσότερες πιέσεις στα τραπεζικά ιδρύματα για χορήγηση περισσότερων δανείων και στις ΜμΕ.