Γ. Χατζηθεοδοσίου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: Η μάχη για έναν πιο ισορροπημένο ανταγωνισμό μόλις ξεκίνησε
«Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι υπάρχει διάθεση για αλλαγή. Όμως, η εφαρμογή των κανόνων δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς οι μεγάλες εταιρείες βρίσκουν τρόπους να συνεχίζουν τις πρακτικές τους. Όπως φαίνεται, η μάχη για έναν πιο ισορροπημένο ανταγωνισμό μόλις ξεκίνησε.».
Αυτό δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου με αφορμή ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόσφατα ένα ακόμα παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες βρίσκουν «έξυπνους» τρόπους να κυριαρχούν στην αγορά. Αυτή τη φορά στο επίκεντρο βρέθηκε η Meta, η οποία δέχθηκε πρόστιμο σχεδόν 800 εκατομμυρίων ευρώ για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού.
Η υπόθεση αφορά το Facebook Marketplace, την υπηρεσία διαδικτυακών αγγελιών της Meta, η οποία χρησιμοποιεί την πλατφόρμα του Facebook για να διαφημίζει τα προϊόντα της.
Ποιο είναι όμως το πρόβλημα; Αναφέρει ο κ. Χατζηθεοδοσίου, ότι οι χρήστες εκτίθενται αυτόματα σε αυτή την υπηρεσία «είτε το θέλουν είτε όχι», ενώ οι ανταγωνιστές αποκλείονται από την αγορά. Με άλλα λόγια, προσθέτει ο ίδιος, η Meta αξιοποιεί τη δύναμη της πλατφόρμας της για να κατακτήσει άδικα τον χώρο των διαδικτυακών αγγελιών, δημιουργώντας ανισότητες στην αγορά.
Όπως τονίζει ο κ. Χατζηθεοδοσίου, αυτές οι πρακτικές επηρεάζουν άμεσα τις ελληνικές επιχειρήσεις. «Μια μικρή επιχείρηση στο Χαλάνδρι, που απασχολεί εργαζόμενους και πληρώνει φόρους, πρέπει να ανταγωνιστεί επιχειρηματικούς κολοσσούς όπως η Meta, που όχι μόνο ελέγχει την πληροφόρηση αλλά αποσπά κεφάλαια από την εγχώρια οικονομία».
Η Meta, όπως και άλλες μεγάλες πλατφόρμες, πρόσθεσε ο ίδιος, καταφέρνει να παρακάμπτει τον δίκαιο ανταγωνισμό, απομακρύνοντας εκατομμύρια ευρώ από την τοπική αγορά. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παλεύουν να επιβιώσουν εν μέσω ακρίβειας, υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων και ανισορροπιών στον διεθνή ανταγωνισμό.
Η υπόθεση της Meta είναι μόνο ένα νέο, σύγχρονο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες, συνεχίζει ο κ. Χατζηθεοδοσίου και προσθέτει ότι, οι πιέσεις είναι πανταχού παρούσες: από τις τράπεζες, που σημείωσαν αύξηση κερδοφορίας 22,5% το πρώτο ενιάμηνο του 2024, μέχρι τις επιχειρήσεις ενέργειας, όπως η ΔΕΗ, που αύξησε τα κέρδη της κατά 44% την ίδια περίοδο. Την ίδια στιγμή, προσθέτει ο ίδιος, η κεντρική διοίκηση έχει τόσο αυξημένο ενδιαφέρον για την υπερφορολόγηση που φτάνουν στο σημείο να επιβάλλονται φόροι ακόμα και στο φιλοδώρημα των εργαζομένων στον χώρο της εστίασης.
«Η πραγματικότητα είναι πως ο μέσος επιχειρηματίας δεν ξέρει από πού να προφυλαχθεί», σημειώνει και τονίζει: «οι κανόνες της αγοράς στρεβλώνονται, οι μικρές επιχειρήσεις υποφέρουν, ενώ οι μεγάλες πολυεθνικές συνεχίζουν ακάθεκτες».
Ο κ. Χατζηθεοδοσίου τονίζει: «Η απάντηση βρίσκεται σε μια πιο δίκαιη και διαφανή αγορά. Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι υπάρχει διάθεση για αλλαγή. Όμως, η εφαρμογή των κανόνων δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς οι μεγάλες εταιρείες βρίσκουν τρόπους να συνεχίζουν τις πρακτικές τους. Όπως φαίνεται, η μάχη για έναν πιο ισορροπημένο ανταγωνισμό μόλις ξεκίνησε».
Γ. Χατζηθεοδοσίου: Οι τράπεζες να επιτελέσουν τον θεσμικό τους ρόλο
Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (12/11/2024).
Μία από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών ήταν η ανακοίνωση της κερδοφορίας δύο εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, της Εθνικής και της Eurobank. Περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ήταν τα κέρδη τους με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό να προέρχεται από τις χρεώσεις των συναλλαγών. Δηλαδή από τις προμήθειες που κατέβαλαν πολίτες και επιχειρήσεις.
Αυτό ακριβώς που συμβαίνει δείχνει και μία μεγάλη ανορθογραφία που καταγράφεται στην αγορά. Αντί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα –που υπενθυμίζω ότι έχουν ανακεφαλοποιηθεί την περίοδο της οικονομικής κρίσης από τα χρήματα του ελληνικού λαού- να στηρίζουν την πραγματική οικονομία χρηματοδοτώντας τις επιχειρήσεις, καταγράφουν μεγάλη κερδοφορία επειδή χρεώνουν με πολύ υψηλές τιμές τις τραπεζικές συναλλαγές. Μάλιστα αυτές οι χρεώσεις είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.
Την ώρα που οι επιχειρήσεις της χώρας, ειδικά οι μικρομεσαίες, υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας καθώς παραμένουν αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό αλλά και από τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τα κοινοτικά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, οι συστημικές τράπεζες ενδιαφέρονται μόνο να γεμίζουν τα ταμεία τους προσφέροντας ταυτόχρονα επιλεκτική ενίσχυση σε μεγάλες επιχειρήσεις. Μα ο θεσμικός τους ρόλος είναι να στηρίζουν συνολικά το επιχειρείν. Πως θα μπορέσουν να σταθούν όρθιες εκατοντάδες χιλιάδες ΜμΕ χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό; Καμία ελεύθερη οικονομία δεν λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλώντας για τις συστημικές τράπεζες αναφερόμαστε ουσιαστικά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν καταβάλουν φόρο, κάτι επίσης που στερεί από την ελληνική οικονομία πολύτιμα έσοδα.
Αρκετές φορές στο παρελθόν το οικονομικό επιτελείο έχει ανακοινώσει ότι θα ασκήσει πιέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Έχουμε ακούσει υποσχέσεις όμως δεν έχουμε δει κάποια αλλαγή τακτικής από τις τράπεζες που θα έδινε το δικαίωμα στην ελπίδα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του τόπου.
Εδώ και τώρα απαιτούνται στοχευμένα μέτρα, τόσο για τη δραστική μείωση των προμηθειών ώστε να προσεγγίσουμε τα ευρωπαϊκά δεδομένα –δηλαδή από το 0,8 ή 0,9 που χρεώνουν κάποιες τράπεζες να φτάσουν σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα όπως στο 0,3 ή 0,4 που ισχύσει σε πολλές οικονομίας της ΕΕ- όσο και για τη δυνατότητα να αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα μπορούν να απευθυνθούν σε μία συστημική τράπεζα για δανεισμό.
Η επιχειρηματική κοινότητα έχει άμεση ανάγκη για χρηματοδοτικά «εργαλεία» και οι τράπεζες οφείλουν να επιτελέσουν το ρόλο τους και να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία με τα απαραίτητα κεφάλαια. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα για βιωσιμότητα και ανάπτυξη των μικρομεσαίων. Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και κυρίως να ασκήσει περισσότερες πιέσεις στα τραπεζικά ιδρύματα για χορήγηση περισσότερων δανείων και στις ΜμΕ.